ψωρίαση

ψωρίαση
Χρόνια αλλά όχι μολυσματική δερματική πάθηση. Χαρακτηρίζεται από κιτρινοκόκκινα οζίδια και κηλίδες του δέρματος, που είναι σκεπασμένα με στρώματα από σκληρά ασημόχρωμα λέπια. Η ασθένεια αυτή εντοπίζεται σε οποιοδήποτε σημείο του δέρματος και κυρίως στις επιφάνειες των αρθρώσεων των άνω και κάτω άκρων, στο τριχωτό μέρος της κεφαλής, στα γόνατα και στους αγκώνες, όπου τα εξανθήματα επιμένουν πάρα πολύ. Όταν πρωτοεκδηλωθεί η ασθένεια, παρουσιάζονται στο δέρμα μικρές κηλίδες και οζίδια, τα οποία σιγά σιγά μεγαλώνουν, σκληραίνουν, ενώνονται μεταξύ τους και σχηματίζουν μεγάλες πλάκες. Όταν ο ασθενής ξύνει την επιφάνεια της πλάκας, τα λέπια φεύγουν με τη μορφή σταγονιδίων στεατίνης, κάτω δε από αυτά παρουσιάζεται μια λεπτή κοκκινωπή και στιλπνή μεμβράνη, που στην επιφάνειά της προβάλλουν αιμοδιιδρώσεις. Τα εξανθήματα που απλώνονται σε μικρή έκταση του δέρματος, συνήθως δεν συνοδεύονται από υποκειμενικά αισθήματα και δεν επηρεάζουν τη γενική κατάσταση του οργανισμού. Στη γενική ψ. του σώματος παρουσιάζεται πυρετός, αδιαθεσία, πόνος στις αρθρώσεις, κ.ά. Οι πολλαπλές πλάκες δυσκολεύουν τις κινήσεις, προκαλούν πόνους και δημιουργούν ρωγμές, που αιμορραγούν. Οι αιτίες που προκαλούν το νόσημα δεν καθορίστηκαν ακόμα. Η ανάπτυξη της ψ. έχει σχέση με διαταραχές του νευρικού συστήματος, των αδένων έσω έκκρισης και της ανταλλαγής της ύλης. Τα νευροψυχικά τραύματα συχνά προκαλούν υποτροπές. Η ψ. απαιτεί μακρόχρονη σύνθετη θεραπεία. Οι ασθενείς πρέπει να βρίσκονται συνεχώς κάτω από την παρακολούθηση του γιατρού και να αποφεύγουν την αυτοθεραπεία.
* * *
η / ψωρίασις, -άσεως, ΝΑ
(ιατρ.-κτην.) χρόνια υποτροπιάζουσα μη μεταδοτική δερματοπάθεια ανθρώπων και ζώων, που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση ερυθηματωδών λεπιδωδών ελκών
αρχ.
παρασιτική νόσος τών φυτών, ψώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψωριῶ. Ως επιστημον. όρος τής νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. psoriasis].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψωρίαση — η 1. είδος δερματοπάθειας ανθρώπων και ζώων που είναι άσχετη με την ψώρα και δεν είναι μεταδοτική. 2. ψώρα, γενική ονομασία διάφορων ασθενειών των φυτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψωριασικός — ή, ό, Ν [ψωρίαση] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψωρίαση 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από ψωρίαση …   Dictionary of Greek

  • δερματολογία — Κλάδος της ιατρικής που μελετά το δέρμα, τα εξαρτήματά του και τις ασθένειές τους. Οι παθήσεις του δέρματος ήταν οι πρώτες που αναγνωρίστηκαν και εξετάστηκαν, επειδή ήταν πολύ εμφανείς. Σε κείμενα που προέρχονται από τον ασσυροβαβυλωνιακό, τον… …   Dictionary of Greek

  • -ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… …   Dictionary of Greek

  • κερατοδερμία — Δερματική πάθηση που χαρακτηρίζεται από πάχυνση της κεράτινης στιβάδας της επιδερμίδας και προσβάλλει συχνότερα τα χέρια και τα πόδια. Υπάρχουν δύο μορφές κ.: η ιδιοπαθής και η δευτεροπαθής. Η πρώτη, γνωστή και ως νόσος του Μελέντα, είναι… …   Dictionary of Greek

  • κνήφη — η (AM κνήφη) νεοελλ. ιατρ. δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση κνιδωτικών επαρμάτων τού δέρματος οι οποίες καταλήγουν σε μικρή φυσαλλίδα και συνοδεύονται από έντονο κνησμό μσν. αρχ. ψωρίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Εμφανίζει τη ρίζα τού κνῶ*. Η… …   Dictionary of Greek

  • κολοκυθιά — Γενική ονομασία ειδών, υποειδών και ποικιλιών του γένους κουκούρβιτα (Cucurbita) που περιλαμβάνει δικοτυλήδονα φυτά της οικογένειας των κουκουρβιτιδών. Πρόκειται για λαχανοκομικά φυτά με εδώδιμους καρπούς (κολοκύθια, κολοκυθάκια και κολοκύθες)… …   Dictionary of Greek

  • ξυσμή — ξυσμή, ἡ (ΑΜ) ξύσμα, ξυσιματιά, αμυχή αρχ. 1. (υβριστικά) ψωρίαση, ψώρα 2. στον πληθ. αἱ ξυσμαί τα σημάδια που χάραζαν οι γραμματικοί πάνω στα χειρόγραφα 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐντορίδες ξυσμαὶ ὄφεως». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξυσ , πρβλ. αόρ. ἔ ξυσ α, τού …   Dictionary of Greek

  • παραψωρίαση — η ιατρ. χρόνια δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από ερυθηματολεπιώδεις κηλίδες και δεν έχει καμία σχέση με την ψωρίαση, ενώ τα αίτιά της παραμένουν ακόμη άγνωστα …   Dictionary of Greek

  • ψευδόκοκκος — Γένος εντόμων της οικογένειας των κοκκοειδών. Περιλαμβάνει μερικά επιβλαβή είδη, που προκαλούν τη βαμβακίαση των εσπεριδοειδών. Ο ψ. ή δακτυλόβιος, είναι σκεπασμένος από ένα είδος χιτώνα και εκκρίνει μια κηρώδη ύλη, που προκαλεί μεγάλες ζημιές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”